Ήπειρος: Θεσπρωτία - Πρέβεζα (Έντεκα Χρόνια)
Τόσα χρειάστηκαν για να ξυπνήσουν οι μνήμες του παρελθόντος και να ξαναζωντανέψουν στο ταξίδι αυτό.
Μνήμες που έχουν να κάνουν από το καλό στο καλύτερο…..
Δίκιο έχουν και όσοι λένε όμως ότι κάθε φορά που πηγαίνεις στο ίδιο μέρος, αυτό ποτέ δεν θα είναι το ίδιο.
Έτσι και φέτος, που λόγω πολλών ανατροπών και γεγονότων δεν πραγματοποιήθηκε ένα ακόμα ταξίδι στο εξωτερικό, και η μόνη λύση για να ξεφύγουμε λίγο ήταν στο εσωτερικό. Τα πράγματα γενικώς δεν ήταν και τα καλύτερα φέτος, αλλά έπρεπε να ξεφύγουμε έστω και για λίγο.
Προορισμός μας, μετά από μάταιο ψάξιμο σε πολλά και διάφορα μέρη η ΠΡΕΒΕΖΑ, και εννοούμε την ευρύτερη περιοχή της, Λούτσα, Βουβοπόταμος, Αχέροντας, Γλυκή, Σούλι, κα.
1η ΜΕΡΑ 14

Η διαδρομή ξεκινά από Αθήνα, περνάμε από ένα καλό μέρος της Εθνικής Οδού, στην χειρότερη Εθνική των Βαλκανίων την γνωστή καρμανιόλα – σκοτώστρα και Εθνικό Μονόδρομο Κορίνθου - Πατρών, καραβάκι μας περιμένει στην Πάτρα, Ρίο – Αντίρριο, ξανά σε μια από τις περίφημες Εθνικές Οδούς της Ελλάδος, την Αιωνία Οδό, (ναι ξέρω τι λέω, και για τις δύο, όπως και όλοι καταλαβαίνετε τι θέλω να πω…), διασχίζουμε την Αμφιλοχία και συνεχίζουμε Βορειοδυτικά προς Βόνιτσα, Πρέβεζα, όπου φτάνουμε μετά από ώρες και μέσα από πράσινες διαδρομές στην περιοχή του Βράχου, και στην ομώνυμη παραλία του. Το τοπίο είναι φυσικά σε όλη την διαδρομή αυτό που σε αποζημιώνει για τις τόσες ώρες οδήγησης.
Πρώτος σταθμός η Λούτσα Πρεβέζης, και φυσικά η περίφημη παραλία της, μια από τις πιο γνωστές παραλίες. Στην απέραντη αυτή παραλία, απολαμβάνει κανείς από την πρώτη κιόλας στιγμή, την πεντακάθαρη αμμουδιά, τη μαγευτική θάλασσα του Ιονίου, και την καταπράσινη φύση γύρω του.
Βέβαια τίποτα δεν μας προϊδέασε γι αυτό που θα ακολουθούσε μόλις θα την αντικρίζαμε για πρώτη φορά μετά από ΕΝΤΕΚΑ ολόκληρα χρόνια….
Δεν μπορώ να πω, η αλήθεια είναι ότι πολλοί γνωστοί και φίλοι, μας είχαν ενημερώσει για τις αλλαγές εκεί, αλλά δεν δώσαμε και πολύ σημασία (μέγα λάθος), λόγω του ότι πιστεύαμε ότι τα λένε αυτά ως ντόπιοι που θέλουν να παινέψουν τον τόπο τους και να τραβήξουν κόσμο. Απ την πρώτη κιόλας στιγμή που βρεθήκαμε εκεί, μείναμε εντυπωσιασμένοι από την αλλαγή, και μας έκανε να αναφωνήσουμε ότι όλοι τους είχαν ΑΠΟΛΥΤΟ ΔΙΚΙΟ σ’ αυτά που έλεγαν.
Κατηφορίζοντας το δρόμο μετά την σήραγγα στην Λυγιά και τον Βράχο, αριστερά για να βγούμε στην παραλιακή, και κοιτώντας από ψηλά το βουνό κατεβαίνοντας, αυτά τα 3 χλμ παραλίας που ξεπροβάλουν ξαφνικά μπροστά σου, παθαίνεις το πρώτο σοκ, αντικρίζοντας πόσο πολύ έχουν αλλάξει τα πράγματα όλα αυτά τα χρόνια.
Έντεκα ολόκληρα και κάτι χρόνια, είναι πάρα πολλά βέβαια, αλλά έχοντας στο νου μας, μια απέραντη παραλία, με λιγοστούς να κάνουν μπάνιο, με δικές τους ομπρέλες, με λιγοστά (2-3) μαγαζιά και άλλα τόσα ξενώνες – μικρά ξενοδοχεία, και με λιγότερο κόσμο να κυκλοφορεί τις απογευματινές ώρες…. Ε, τι να πει κανείς τώρα, νομίζει ότι βρίσκεται σε άλλη περιοχή και φυσικά με τίποτα στην Ελλάδα. Η έκπληξη όπως καταλάβατε ήταν το λιγότερο που μπορώ να πω, ….αναπάντεχα ευχάριστη.
Η παραλία απ’ άκρη σ’ άκρη γεμάτη κόσμο, που από την κίνηση με δυσκολία κινούνταν, όχι μόνο τα αυτοκίνητα στο δρόμο από τα παρκαρισμένα, (η αλήθεια είναι ότι αυτό ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα για όλους), αλλά και από τον κόσμο στην παραλία και στα πεζοδρόμια. Πλήρως εξοπλισμένη αυτή την φορά με ομπρέλες και ξαπλώστρες από τα μαγαζιά και τα ξενοδοχεία, οι οποίες βέβαια πήγαιναν με έναν καφέ (ω.!!! τι ευχάριστη έκπληξη κι αν ήταν και αυτή), και όχι όπως σε άλλες περιοχές με χρέωση ένα σκασμό λεφτά κοροϊδίσια και ξεχωριστά. Και ο καφές μην φανταστείτε άλλον ένα σκασμό λεφτά, και αυτός ήταν στα λογικά πλαίσια των χωριών και ΟΧΙ των πόλεων, 2,5.!!! (ακόμα…). Επίσης υπήρχαν χώροι με κάθε λογής σπορ, θαλάσσια και μη, που ξεκινούσαν από εκεί. Ένα άλλο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι υπήρχαν και χώροι περιφραγμένοι για beach volley και ρακέτες (εκτός της παραλίας).
Ο κόσμος διαφόρων εθνικοτήτων, Σέρβοι (κατά πλειοψηφία), Σκοπιανοί, Ρώσοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι και άλλοι. Αυτές τις εθνικότητες τις ονομάζω, ένεκα που έβλεπα τις πινακίδες των αυτοκινήτων που ήταν παρκαρισμένα παντού. Οικογενειάρχες οι περισσότεροι και απ’ ότι μου είπαν οι ντόπιοι, αυτό όλο ξεκίνησε εδώ και πέντε χρόνια, και με τους ευκατάστατους από τα κράτη αυτά. Υψηλών προδιαγραφών θα έλεγα, απ’ όλες τις απόψεις…. Ένα από τα πολλά θετικά όπως είπαμε, και μένεις με το στόμα ανοιχτό. Η διαμονή τους δεν περιορίζεται όπως η δική μας σε 2-3-5-10 μέρες αλλά σε μήνα και δίμηνο, ακόμα πολλοί και όλη τη σεζόν του καλοκαιριού (3 μήνες).
Τα ξενοδοχεία αυτή τη φορά παντού, και πολλά, και ευτυχώς που πίσω είχε βουνό και μπορούσαν να φτάσουν μόνο μέχρι εκεί. Γιατί σε άλλη περίπτωση θεωρώ ότι θα έφταναν πολύ πιο παραπάνω.
Οι τιμές τους θα έλεγα τσιμπημένες αλλά λίγο η εποχή, λίγο ο κόσμος που ήταν πάρα πολύς και η επιθυμία του μεγάλη για την περιοχή, έφτασαν και τις τιμές τους, «από τους πρόποδες, κοντά στην κορυφή του βουνού».
Οι ντόπιοι όπως ακριβώς και τις άλλες φορές, το ίδιο ζεστοί ευχάριστοι και με το χαμόγελο. Βέβαια θα πω ότι και το χρήμα - χρήμα έτσι να μην παρεξηγούμαστε κιόλας και ένεκα του τουριστικού προορισμού και περιοχής.
Αυτό που θα πω είναι πως τείνουν να γίνουν (αν και ήταν, αλλά σε μικρότερο βαθμό), όπως οι κρητικοί, που είναι «ο ένας για όλους και όλοι για έναν». Ενδιαφέρονται για τους δικούς τους και όσο, και με όποιο τρόπο μπορούν τους βοηθούν, απ’ όλες τις απόψεις. Αυτοί μας είπαν και για τον τουρισμό που αναπτύχθηκε ραγδαία τα τελευταία 5 χρόνια από τους γειτονικούς περισσότερο λαούς. Έφταναν τόσοι πολλοί και ήταν τόσες πολλές οι απαιτήσεις για κρατήσεις που δεν μπορούσαν να τους υποδεχτούν, και αυτό ισχύει και μέχρι σήμερα. Αυτό δεν περίμεναν να τους τύχει ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα. Αλλά είπαμε «Άμα σε θέλει ο Θεός….».
Φτάνουμε μετά από ώρα στο ξενοδοχείο που μας είχαν βρει ένα δωμάτιο (να ’ναι καλά ο Οδυσσέας η Βάγια, η Εύη και ο Σωτήρης, -φίλοι και συγγενείς-), με λίγη βοήθεια από τον καλό Θεούλη, και που παρακάτω βοήθησε ακόμα περισσότερο. Αφήνουμε τα πράγματα μας και ξαμολιόμαστε για την παραλία.

Η θάλασσα εκεί άλλο πράγμα, καταγάλανη που με το χρώμα αυτό το λευκό-καφετί της άμμου θύμιζε άλλα μέρη εξωτικά. Βέβαια πέσαμε και σε εποχή που ο καλός Θεούλης είχε βάλει το χεράκι του, και δεν είχε ούτε κύμα ούτε αέρα για να την χαλάσει. Γιατί άλλες χρονιές το συνήθιζε αυτό. Ο καφές όπως είπαμε 2,5ε με ξαπλώστρες και ομπρέλα, μπροστά από το ξενοδοχείο, το οποίο ήταν οικογενειακή επιχείρηση, όπως όλες ως επί το πλείστων. Μπάνιο μέχρι αργά το απόγευμα, ποιος έφευγε άλλωστε από μια τέτοια παραλία και με τέτοιο καιρό, σε μια δροσερή καταγάλανη θάλασσα, με τον κόσμο ολόγυρά σου να σε κάνει να αναρωτιέσαι και να λες «τι φτιάχνει ο καλός Θεούλης όταν έχει κέφια…..». Μα και βέβαια στην θάλασσα και την περιοχή αναφέρομαι, που αλλού…!!! Μια παραλία που άλλοτε ήταν μόνο για τους ντόπιους.
Επειδή τις βραδινές ώρες έβρεχε που και που, πιο έξω φυσικά, είχε έναν ευχάριστα δροσερό καιρό, και το καλύτερο, χωρίς υγρασία που άλλες χρονιές γινόσουν μούσκεμα κι ας μην είχες κάνει μπάνιο και δεν μπορούσες να απολαύσεις τίποτα. Αυτή τη φορά ήταν το κάτι άλλο. Βόλτα το βραδάκι στον πεζόδρομο, και μετά για φαγητό με λογικές τιμές θα έλεγα 10-15 ε το άτομο.
Οι ξένοι κυκλοφορούσαν μετά το φαγητό μέχρι τις 12-1 το βράδυ και μετά τους περισσότερους τους έβλεπες να κάθονται στις βεράντες και στα μπαλκόνια των δωματίων τους όλοι μαζί με μπυρίτσα και ηρεμία. Φασαρία δεν υπήρχε πουθενά, και η λιγοστή που γινόταν από τα μπαράκια στην θάλασσα ήταν ανεκτή και φαινόταν ότι δεν ενοχλούσε κανέναν. Οι νυχτερινές ώρες κύλησαν ευχάριστα, όμορφα και δροσερά, μέχρι την στιγμή που είπαμε ότι είχε έρθει η ώρα για επιστροφή στο ξενοδοχείο και ξεκούραση.
2η ΜΕΡΑ 15
Λούτσα Πρεβέζης
Η επόμενη μέρα μας βρίσκει ξεκούραστους, και μετά από ένα καλό πρωινό από το μίνι μάρκετ της γωνίας, κατευθείαν στην παραλία πρωί – πρωί κατά τις 9.30, για να μην χάσουμε ούτε λεπτό από το δώρο που είχαμε λάβει.
Μια ευχάριστη έκπληξη ήταν και η επίσκεψη του εξαδέλφου με την οικογένεια του εκεί για παρέα. Ε..!!! Τι άλλο να ζητήσει κανείς λες αυτές τις ώρες…
Μέχρι αργά το απόγευμα, μπάνιο κάτι για να τσιμπήσεις, μια κουβέντα να κάνεις, έφτασε αργά το απόγευμα που ούτε το καταλάβαμε πως, για να μας χαιρετήσει και να επιστρέψει πίσω. Είναι και από τις καλές παρέες βλέπεις και δεν θέλεις να τους αποχωριστείς με τίποτα. Το βραδάκι βόλτα και όπως και το προηγούμενο, και μετά το φαγητό επιστροφή στο ξενοδοχείο για ξεκούραση.
Αργά το βράδυ έκανε την εμφάνισή της και μια βροχούλα για καμιά ωρίτσα, ίσα - ίσα για να δροσίσει λίγο την περιοχή. Ο Μορφέας ήρθε και ούτε που τον καταλάβαμε όπως και το προηγούμενο βράδυ……
Τι σου είναι αυτές οι διακοπές…..
3η ΜΕΡΑ 16
Πρωινό ξύπνημα και μετά το αντίστοιχο πρωινό κατευθείαν για μπάνιο, μιας και σήμερα θα αλλάζαμε τοποθεσία. Απογευματάκι πλέον αναχωρούμε, με βαριά καρδιά θα έλεγα, για τον επόμενο σταθμό μας την Γλυκή Θεσπρωτίας. Αυτό που μας περίμενε εκεί μόνο σε όνειρο το συναντάς ή ελπίζεις να το ζήσεις.
Η Εύη έκανε πάλι το θαύμα της (να μην ξεχάσω να πω και πολλάκις να την ευχαριστήσω, ότι, και τις άλλες φορές αλλά ειδικά φέτος είχε ξεπεράσει τα όρια, και είχε υπερβάλλει εαυτόν), και μας είχε κλείσει ξενοδοχείο σε μια περιοχή που όμοια της δεν συναντάς εύκολα. Την προηγούμενη φορά, απ’ ότι θυμάμαι το μέρος αν και ήταν το ίδιο, με λίγες αλλαγές αυτή τη φορά, δεν μου είχε κάνει και τόσο εντύπωση.
Βέβαια ήταν επόμενο μετά την τρομερή αλλαγή που υπέστη ο τόπος ένεκα του τουρισμού. Τα τραπεζάκια της ταβέρνας ήταν τότε με εξέδρα μέσα στον ποταμό μου άρεσε και με είχε εντυπωσιάσει, ο κόσμος που βρισκόταν εκεί ως επισκέπτης λιγοστός, και οι βάρκες που κατηφόριζαν τον ποταμό (τότε ποιος ήξερε το ράφτινγκ), περνούσαν δίπλα τους από ένα κενό που άφηνε η εξέδρα, μέχρι τα δέντρα στην απέναντι όχθη. Μπορεί να μου άρεσε και τότε το συγκεκριμένο στυλ, αλλά λόγω της αύξησης του τουρισμού στην περιοχή, μάλλον τους έκανε να τα τραβήξουν στις όχθες. Κι αυτό σωστό βέβαια, για να μπορούν να δουλέψουν όλοι στην περιοχή χωρίς προβλήματα.
(Μεγαλύτερη εντύπωση δε, μου είχε κάνει ένα μέρος με τον ξενώνα του και την ταβερνίτσα του, προς τις πηγές του ξακουστού και φημισμένου ποταμού Αχέροντα, στις άκρες του ποταμού όπου και είχαμε πάει, και τώρα ήταν κλειστό.
Απορίας άξιον γιατί. Οι ντόπιοι λένε ότι δεν μπορούσε και δεν ήθελε να την δουλέψει την επιχείρηση).
Λοιπόν, ότι και να πω για το μέρος ετούτο τώρα, θα είναι λίγο.
Σ’ ένα μαγευτικό τοπίο, μες τα πλατάνια δίπλα στον ποταμό Αχέροντα, μια τοποθεσία φέτος παραδεισένια, που να θες να ζήσεις εκεί για πάντα, ξεπρόβαλε ένας ξενώνας και μια ταβέρνα, που από τον δρόμο δεν καταλαβαίνεις και πολλά πράγματα.
Τα δωμάτια της προσεγμένα, πεντακάθαρα, και η ταβέρνα με τα τραπεζάκια της ακριβώς δίπλα στο ποτάμι, που το θρόισμα των φύλλων από τα τεράστια πλατάνια που έκρυβαν τον ήλιο από το ύψος τους, και ο ήχος από το κελάρυσμα των καθαρών και παγωμένων νερών του ποταμού που κατέβαινε από εκείνο το σημείο, σε συνάρπαζε και σε ηρεμούσε έτσι όπως περνούσε. Τα πουλιά στα δέντρα έδιναν ρεσιτάλ με το κελάηδισμα τους. Με μια λέξη ΜΑΓΕΙΑ.
Όταν φτάσαμε και κατεβήκαμε, βλέπαμε μόνο τα γκαρσόνια να πηγαινοέρχονται με γρήγορους ρυθμούς, και απορήσαμε γιατί ναι μεν υπήρχαν αυτοκίνητα στο πάρκινγκ, αλλά τίποτα δεν ομολογούσε τι θα αντικρίζαμε σε λίγο. Μιας και ήταν απόγευμα είπαμε να κατέβουμε προς το ποτάμι, μπροστά από το ξενοδοχείο να το δούμε, πριν αποφασίσουμε που θα πάμε για καφέ. Ο κόσμος που επισκεπτόταν το μέρος και βρισκόταν κάτω απολαμβάνοντας τον καφέ του, το γλυκό ή το φαγητό του δεν είχε προηγούμενο. Ένα μικρό χωριό που γλεντούσε μιλούσε και γελούσε σαν να γινόταν γάμος ένα πράγμα. Από το ποτάμι δε να κατηφορίζουν η μια βάρκα μετά την άλλη με τους ανθρώπους να κάνουν rafting. Φωνές χαράς και χαιρετούρες από την μια γι’ αυτούς που κατέβαιναν τον ποταμό, επευφημίες και γέλια από την άλλη, από αυτούς που βρίσκονταν έξω από αυτόν. Οι περισσότεροι ξένοι όπως καταλάβατε, με την πλειοψηφία Ρώσοι, Γερμανοί και Ιταλοί αυτή τη φορά.
Με την συντροφιά της Εύης και του Σωτήρη, αποφασίζουμε να πιούμε τον καφέ μας όχι εκεί αλλά πιο δίπλα σε ένα καφέ που παλιότερα δεν υπήρχε…. Α ρε τι κάνει ο τουρισμός. Άλλο ευχάριστο σοκ από εκεί. Το μέρος μοιραζόταν τα πλατάνια του ποταμού, τα τραπεζάκια ήταν σε ημικύκλια επίπεδα έτσι ώστε όλα να βλέπουν ποτάμι, τα φώτα δε που στόλιζαν τις όχθες του δημιουργούσαν ένα τοπίο εξωπραγματικό. Το καφέ ήταν και κλειστό για τον χειμώνα με τζαμαρίες, καθώς φαινόταν ότι θα λειτουργούσε και ως μπαράκι τα βράδια, και όχι μόνο, θα καταλάβετε γιατί το λέω, αλλά και έξω δίπλα στο ποτάμι για το καλοκαίρι.
Οι σερβιτόρες θα έλεγα ήταν απ’ ότι καλύτερο είχε να επιδείξει η περιοχή είναι το μόνο σίγουρο. Όχι μόνο από ομορφιά αλλά και κοινωνικές και ευχάριστες. Δεν το συναντάς και εύκολα αυτό, όσο κι αν είναι επαγγελματίες.
Είπα πριν ότι δεν ήταν μόνο κλειστό για τον χειμώνα, αλλά κατά τις 11.30 εκεί που απολαμβάναμε τον καφέ και το τοπίο, ξεκίνησε να ψιχαλίζει, και μάλλον είχαμε βρεθεί στην περιοχή που βλέπαμε τις προηγούμενες ημέρες και έβρεχε.
Από το φύλλωμα των πλατανιών μετά από μισή ώρα αρχίσαμε βέβαια να το καταλαβαίνουμε και να συζητάμε εάν θα θέλαμε να πάμε πιο μέσα στο κλειστό.
Μάθαμε ότι καθημερινά είχε αυτό τον καιρό την ίδια περίπου ώρα και έτσι δεν άφηνε τον κόσμο να παραμείνει έξω και τα μαγαζιά να δουλέψουν αρκετά όπως θα ήθελαν.
Και εκεί που συζητάμε πάμε δεν πάμε, αρχίζει να δυναμώνει λίγο η βροχή και τα μαζέψαμε άρον - άρον προς τα μέσα.
Μετά από καμιά ώρα περίπου, και εφόσον ο κόσμος αραίωνε, είπαμε να γυρίσουμε προς το ξενοδοχείο να τσιμπήσουμε και κάτι.
Δεν προλάβαμε να βγούμε από το καφέ και πιάνει μια δυνατή μπόρα, που για πότε έφτασε το νερό μέχρι τον αστράγαλο δεν λέγεται. Βροχή με το τουλούμι…
Πετώντας κυριολεκτικά μπήκαμε μέσα, και να βλέπουμε τον κόσμο να τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις για να προφυλαχτεί. Όλα παρέμειναν στην θέση τους φαντάζομαι μέχρι να σταματήσει η βροχή που το τράβηξε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Εμείς πάνω στο δωμάτιο και έξω στην βεράντα τσιμπολογώντας, κάτι από το εστιατόριο, απολαμβάναμε την βροχή που έπεφτε στα κεραμίδια και στα δέντρα, και ήταν να την ευχαριστιέσαι. Μετά από ώρα ήρθε η στιγμή που τα βλέφαρα άρχιζαν και βάραιναν, και ήταν φανερό ότι έφτασε η ώρα του ύπνου...
Άλλος ύπνος με αυτήν την φυσική μουσική υπόκρουση……
4η ΜΕΡΑ 17
Η μέρα ξημέρωσε με έναν ήλιο και μια πεντακάθαρη ατμόσφαιρα. Μετά το παραδοσιακό πρωινό και καφέ, δίπλα στο ποτάμι (αυτό ήταν μέσα στην τιμή του δωματίου), ετοιμαστήκαμε για την εξόρμησή μας.
Η Εύη που είχε αναλάβει τα χρέη ξεναγού, ήρθε να μας παραλάβει. Το ημερήσιο πρόγραμμα σήμερα είχε ανάβαση στα βουνά του Σουλίου, στα Σουλιώτικα πηγάδια, (ήταν 400 πηγάδια παλιά) περιήγηση στο Σούλι και στα χωριά του Σουλίου, στον Άγιο Δονάτο (Άγιος της περιοχής), στο Κούγκι, και στους μύλους Σουλίου.
Ξεκινήσαμε την ανάβαση προς το Σούλι και τα χωριά του Σουλίου ακολουθώντας μια διαδρομή μέσα στα βουνά και στο πράσινο. Στα μέρη που ο δρόμος έφτανε στην άκρη του βουνού όσο ανέβαινες η θέα που αντίκριζες ήταν κάτι πέρα από φανταστική. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, μπορούσες να δεις όλη την πεδιάδα του Αχέροντα, μέχρι την θάλασσα.
Οδηγώντας για καμιά ώρα σ’ ένα δρόμο με συνεχείς ευχάριστες ανηφορικές στροφές και οδηγική απόλαυση στα ύψη, φτάσαμε στο εκκλησάκι του Αγίου Δονάτου.
Ενώ είχαμε ξεκινήσει με ήλιο, φαίνεται ότι σε κείνη την περιοχή είχε περάσει πριν λίγη βροχή, ο καιρός άρχισε να φέρνει μια συννεφιά τριγύρω και αναρωτιόμασταν εάν θα προλάβουμε να δούμε και τα υπόλοιπα μέρη.
Περάσαμε στο χώρο που γίνονται κάθε χρόνο οι εκδηλώσεις για το ηρωικό Κούγκι, το οποίο ξεπρόβαλε στο βάθος μαζί με το φρούριο στο απέναντι βουνό. Δεν το επισκεφτήκαμε φέτος καθώς ο χρόνος δεν μας έφτανε, και το αφήσαμε για κάποια άλλη φορά.

Επιστροφή και κατηφορίζοντας το δρόμο, ανάμεσα στα χωριά του Σουλίου, φτάσαμε στην περιοχή πηγάδια, 400 τον αριθμό κάποτε, και από τα οποία σήμερα σώζονται ελάχιστα, και στο μνημείο του Λ. Τζαβέλα, και των αγωνιστών του ’21. Στο σημείο εκείνο υπάρχει το κοινοτικό γραφείο, και ένα μικρό μουσείο που ήταν κάποτε και σχολείο. Η περιοχή τριγύρω από τα πηγάδια που ακόμα και σήμερα κάποια έχουν νερό, είναι καταπράσινη.
Συνεχίζουμε και τώρα σειρά έχουν οι μύλοι Σουλίου, οι οποίοι την προηγούμενη φορά δεν ήταν μέσα στα τουριστικά αξιοθέατα, αλλά φέτος είχαν την τιμητική τους. Φτάνουμε στην περιοχή, και βλέπει κανείς το μεγαλείο της φύσης που απλόχερα έδωσε σ’ αυτόν τον τόπο. Από το βουνό έτρεχαν νερά περνώντας μέσα από μύλους που είχαν φτιαχτεί για τις ανάγκες του τόπου.
Οι παλιοί μύλοι, από τους οποίους λίγοι διασώζονται σήμερα είναι εγκαταλελειμμένοι, και στην θέση τους πιο κάτω έχει αναπαλαιωθεί ένας για τουριστικούς λόγους. Το νερό που τρέχει από τις πηγές του βουνού, σχηματίζει ένα ποτάμι το οποίο ενώνεται με τον Αχέροντα. Στο ίδιο σημείο υπάρχει και ένα παραδοσιακό καφενείο, με τα τραπεζάκια του που αλλού !!! μέσα στο ποτάμι. Τριγύρω του όπως και σε όλη την περιοχή γεμάτο πλατάνια.
Φιλόξενοι και ευχάριστοι οι ιδιοκτήτες του, και συνάμα απλοϊκοί. Βλέπετε δεν τους άγγιξε ακόμα η μεγάλη τουριστική κίνηση, που αλλάξει τον κόσμο. Οι τιμές του όπως και οι άνθρωποι…. απλοϊκές, δηλαδή χωριού. Κόσμος λιγοστός, αλλά και στην πλειοψηφία τους ξένοι οι οποίοι ως γνωστόν, τα ψάχνουν κάτι τέτοια μέρη και τα επισκέπτονται περισσότερο από εμάς.
Αφού απολαύσαμε τον καφέ μας και περπατήσαμε στο ποτάμι, έφτασε η ώρα της επιστροφής, για φαγητό και ξεκούραση μέχρι το απόγευμα που θα συνεχιζόταν η περιήγηση μας, αυτή τη φορά όχι τριγύρω από τον ποταμό, αλλά ΜΕΣΑ από τον ποταμό. Ευχαριστημένοι και γεμάτοι από τις πλούσιες εικόνες και τοπία που φορτώνονταν στην μνήμη μας, πάλι από την ίδια φανταστική διαδρομή, φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Ευτυχώς δεν μας πρόλαβε βροχή και στην Γλυκή η θερμοκρασία ήταν φανταστική, λόγω της ηλιόλουστης μέρας στην περιοχή.
Κατά τις 5 το απόγευμα ξεκινάμε αφού μας παρέλαβε ο ξεναγός Εύη, και μας ενημέρωσε ότι το πρόγραμμα περιελάμβανε σήμερα, δραστηριότητες εντός του ποταμού Αχέροντα. Είχε κάνει για μία ακόμα φορά το κουμάντο της.
Ιππασία στο ποτάμι, και…!!! Ράφτινγκ…!!! (που πας καημένε Καραμήτρο…!!!).
Το μέρος λίγο πιο πάνω από την Γλυκή, κοντά στις πηγές του Αχέροντα, ήταν γεμάτο από κόσμο εκατέρωθεν του ποταμού. Ταβέρνες παιδικές χαρές γεμάτος ο τόπος. Σ’ ένα πλάτωμα του ποταμού, ήταν παρκαρισμένα δεκάδες τροχόσπιτα και τροχοβίλες Ιταλών και Γερμανών. Κόσμος πηγαινοερχόταν στις διάφορες δραστηριότητες που είχαν αναπτυχθεί δίπλα στο ποτάμι, παιδιά έτρεχαν, έπαιζαν και τσαλαβουτούσαν στα κρύα νερά του ποταμού. Πεζοπορία, ιππασία, ράφτινγκ, πέρασμα του ποταμού με σχοινί, είναι τα λίγα που θυμάμαι.
Ξεκινήσαμε με ιππασία, και μετά την διασκεδαστική περιπέτεια με τ’ άλογα, μπήκαμε στην βάρκα για το κατέβασμα του ποταμού.
Αφού μας συνεπήρε η όλη ευχάριστη διαδρομή απείρου φυσικού κάλλους, μέσα στον ποταμό με τα ορμητικά νερά του, και ανάμεσα από χιλιάδες πλατάνια, κάνοντας σαν μικρά παιδιά, φτάσαμε και εμείς στο σημείο που τελείωνε η διαδρομή, κάνοντας και εμείς εκείνα που έκαναν και οι άλλοι που βλέπαμε από την ταβέρνα στο ποτάμι την πρώτη ημέρα μας εκεί. Οι βάρκες έδιναν κι έπαιρναν, δεν σταματούσε ο κόσμος να κατηφορίζει το ποτάμι, και να απασχολείται σε όλες τις δραστηριότητες που υπήρχαν εκεί. Σίγουρα οι ξένοι το έχουν περισσότερο από εμάς με την φύση, αυτό είναι γεγονός. Μα και εμείς τα τελευταία χρόνια αρχίζουμε και ανακαλύπτουμε δειλά - δειλά το υπέροχο αυτό μέρος το οποίο έχουμε και ζούμε. Σίγουρα τις ομορφιές της Ελληνικής γης, με τον ήλιο το βουνό και την θάλασσα, δεν τις συναντάς εύκολα πουθενά αλλού.
Εκεί που ήμασταν στα ουράνια να ‘σου και ένα τηλεφώνημα έκπληξη του φίλου Πάνου να μας πάει ακόμα πιο ψηλά, ο οποίος περνώντας από εκείνα τα μέρη, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να συναντηθούμε. Τον καφέ μας αυτή την φορά επιλέξαμε να τον απολαύσουμε σ’ ένα ακόμα όμορφο μέρος πιο πάνω στο ποτάμι, στις πηγές του Αχέροντα.
Το μέρος ήταν ένα από τα πρώτα που είχαμε επισκεφτεί και τις προηγούμενες φορές. Τώρα ήταν πιο τουριστικό, και με μικρές αλλαγές. Το τοπίο συνέχιζε το ίδιο, ποτάμι, κρύα νερά και πλατάνια. Η φύση σ’ όλο της το μεγαλείο.
Αφού απολαύσαμε το καφέ μας και την ευχάριστη παρέα, οι ώρες κύλησαν αναπάντεχα γρήγορα, όπως το συνηθίζουν άλλωστε όταν περνάς καλά.
Αφού αποχαιρετήσαμε τον φίλο για να συνεχίσει το ταξίδι του, εμείς επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο και τιμήσαμε την ταβέρνα του και τα πλούσια εδέσματά της για μία ακόμη φορά.
Η μέρα μας βρήκε στο τελείωμά της, να συζητάμε για τα μέρη που επισκεφτήκαμε, τους ανθρώπους που συναντήσαμε, και για το πρόγραμμα της επόμενης μέρας, που θα ήταν και αυτό γεμάτο, με την επίσκεψή μας στο Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στην Πούντα, στον αρχαιολογικό χώρο του Νεκρομαντείου, στην παραλία της Αμμουδιάς και στην περίφημη σκάλα της Τζαβέλαινας.
5η ΜΕΡΑ 18
Το πρωινό ξύπνημα όταν βρίσκεσαι σε διακοπές δεν είναι καθόλου δύσκολο. Έτσι, μετά το καθιερωμένο παραδοσιακό πρωινό που το τιμήσαμε για ακόμη μια φορά δεόντως, ετοιμαστήκαμε για την σημερινή μας εξόρμηση. Ο ξεναγός μας η Εύη κατέφτασε στην ώρα της όπως πάντα, και η περιήγηση ξεκίνησε.
Πρώτος μας σταθμός περνώντας από την αποξηραμένη, πλέων λίμνη Αχερουσία, η επίσκεψή μας στο Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, όπου βρίσκεται και ο τάφος της Αγίας.
Την ιστορία της μπορείτε να την διαβάσετε εδώ.
Επόμενος σταθμός μας η επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο του Νεκρομαντείου του Αχέροντα, γνωστό από την αρχαιότητα, για τις περίφημες Πύλες του Άδη, όπου διαμέσου του ποταμού Αχέροντα, οδηγούνταν οι ψυχές στον Κάτω Κόσμο.
Περισσότερα για την ιστορία του μπορείτε να διαβάσετε και εδώ.
Το μέρος με όλη αυτή την ιστορία του σου προκαλεί δέος, θαυμασμό και ένα μικρό ρίγος να σε διαπερνά, φέρνοντας στο νου τι πίστευαν οι αρχαίοι για τον τόπο αυτό. Αφού περιηγηθήκαμε για ώρα στο μέρος, μαζί με τους δεκάδες ξένους επισκέπτες, που έρχονταν από όλα τα μέρη για να το θαυμάσουν και να ζήσουν λίγο από την ελληνική μυθολογία, πήραμε το δρόμο για τον επόμενο προορισμό μας.
Αυτός δεν ήταν άλλος από την παραθαλάσσια περιοχή της Αμμουδιάς.
Από την πρώτη στιγμή της επισκέψεώς μας πηγαίνοντας εκεί, και κρίνοντας από τα προηγούμενα μέρη που είχαμε δει με τις τρομερές, προς το καλύτερο, τουριστικές αλλαγές που επήλθαν, πάθαμε το επόμενο σοκ, από αυτό που αντικρίσαμε.
Μια περιοχή που θυμάμαι καλά, μιας και είχαμε κολυμπήσει και γευματίσει εκεί, είχε μόνο μια – δυο ταβέρνες στο ποτάμι στις εκβολές του, εκεί απ’ όπου έφευγαν τα καΐκια, για την ξενάγηση στο πλωτό μέρος του ποταμού Αχέροντα και στις γύρω παραλίες δια θαλάσσης, και μια παραλία στην οποία ήμασταν εμείς και εμείς , με τους λιγοστούς ντόπιους τότε, (στην δεξιά πλευρά, ειδικά, σε μια παραλία κοντά 500 μέτρα, θυμάμαι ήμασταν οι μόνοι, με μια ομπρέλα και μια πετσέτα στην άμμο.
Τώρα αυτό που αντικρίσαμε φτάνοντας στην παραλία ήταν το κάτι άλλο.
Οι ομπρέλες και ο κόσμος, ήταν τόσος που δεν ξεχώριζες που άρχιζε η θάλασσα.
Τεράστια αλλαγή, αλλά όπως είπαμε….. Ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ…… αλλάζει τα πάντα με τα καλά του και τα άσχημά του. Δίπλα στις εκβολές του ποταμού, το πάρκινγκ γεμάτο και εκεί από τροχόσπιτα και τροχοβίλες Ιταλών, Γερμανών και άλλων, ως συνήθως. Αυτοί κάνουν χρόνια τώρα τέτοιου είδους τουρισμό, και μεις δεν λέει να ξεπεράσουμε τις μικρότητες μας, και να αλλάξουμε τους νόμους για τέτοιου είδους οχήματα. Τέλος πάντων αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία όπως και πολλές άλλες σε τούτο το δύσμοιρο, πλην πανέμορφο τόπο.
Απολαμβάνουμε το μπάνιο μας, και μετά κατευθυνόμαστε σε μία από τις ψαροταβέρνες, για την γαστρονομική μας τέρψη και απόλαυση σε θαλασσινά αυτή τη φορά. Οι τιμές τους όπως και άλλων στις περιοχές εκείνες, αρκετά τσουχτερές θα έλεγα, (και όπως λέω κάθε φορά, προσπαθούν σε ένα τρίμηνο, να βγάλουν ότι σε 10 χρόνια), που σε κάνουν να πιστεύεις ότι τα ψάρια τα φέρνουν δεν ξέρω και γω από πού, ή ότι είναι κάποιο σπάνιο είδος και τα χρεώνουν τόσο.
Αφού απολαύσαμε το γεύμα μας, ήρθε η ώρα της επιστροφής στο ξενοδοχείο για ξεκούραση έως το απόγευμα.

Το απόγευμα είχε επίσκεψη στη περίφημη και ξακουστή σκάλα της Τζαβέλαινας. Το μέρος είναι πάνω στο βουνό, στην απόκρημνη πλευρά του, και δίπλα η τρύπα στο βράχο από μια αποτυχημένη διάνοιξη δρόμου που θα ένωνε τo Σούλι με τα χωριά του κάμπου.
Περισσότερα για την ιστορία της μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Ο κόσμος την ώρα της επισκέψεώς μας λιγοστός, και ακόμα πιο λίγοι εκείνοι που το περπατούσαν όλο το μονοπάτι, μέχρι κάτω. Η θέα από εκεί ψηλά φανταστική και το τοπίο, σε άφηνε με το στόμα ανοιχτό. Η περιήγησή μας τελείωσε με την τοπογραφική ενημέρωση της ξεναγού μας Εύης, και επιστροφή στο γνώριμο μέρος του ποταμού στη Γλυκή, για τον απογευματινό μας καφέ. Η τελευταία μας μέρα διακοπών τελείωσε με το καθιερωμένο δείπνο δίπλα στο ποτάμι, και αργά για ύπνο, που άργησε, είναι η αλήθεια να μας πάρει. Άλλωστε ποιος θέλει να κοιμάται και να χάνει ώρες από ένα τέτοιο μέρος ή όταν βρίσκεται σε διακοπές.
6η ΜΕΡΑ 19
Η επόμενη μέρα μας βρίσκει να αποχαιρετούμε όλα αυτά που μας
ξεκούρασαν και τους γνωστούς και φίλους παίρνοντας το μακρύ και βαρετό
δρόμο της επιστροφής.
Στο δρόμο της επιστροφής είδαμε και τον φημισμένο Ζάλογγο.
Ένα βουνό που έχει γράψει την ιστορία του ηρωισμού των Σουλιωτισσών.
Τι μπορεί να πεί κανείς... και μόνο το δέος που νοιώθεις αντικρύζοντάς το, γνωρίζοντας την ιστορία του.
Αργά το απόγευμα και μετά από μερικές ενδιάμεσες στάσεις, επιστρέψαμε στην Αθήνα.
Οι εντυπώσεις μας από αυτό το ταξίδι ήταν πολλές,
- Οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν σε χαλαρούς ρυθμούς και όμορφο, καθαρό περιβάλλον.
- Ο τουρισμός από τη μια, δίνει ζωή στα μέρη και τα κάνει ευρέως γνωστά
στον κόσμο, και από την άλλη σε κάνει να βλέπεις μόνο χρήμα.
- Η αξιοποίηση της περιοχής και η ανάπτυξη της είναι ραγδαία, διατηρώντας ακόμα ευτυχώς την παραδοσιακή ομορφιά της.
- Τα μέρη εκεί συνεχίζουν να είναι φυσικά, και δεν έχουν ακόμα αλλοιωθεί.
- Οι φωτογραφίες ας είναι και χίλιες λέξεις, δεν καταφέρνουν να
αντικατοπτρίσουν την πραγματική εικόνα που βλέπει και ζει κανείς
επισκέπτης.
Οι περιοχές εκείνες αξίζουν μια επίσκεψη απ’ όλους.
Και καθόσον ακούω από πολλούς και το πιστεύω αυτό, ότι έχουμε τόσα μέρη
τα οποία πρέπει να επισκεφτεί κανείς φαντάζομαι μια ζωή δεν φτάνει. Μπορεί όμως να κάνει κάποιος την αρχή.
Τα ευχαριστώ σε όλους που βοήθησαν με κάθε τρόπο για να περάσουμε όμορφα, είναι λίγα.
Αν και δεν ήταν και η καλύτερη εποχή που πραγματοποιήθηκε αυτό το ταξίδι,
από πολλές απόψεις, ούτε και οι καταστάσεις που δεν βοήθησαν, ήρθαν όλα
αυτά που ζήσαμε να μας κάνουν να ξεχαστούμε, όσο μπορούσαμε για λίγο,
πριν επιστρέψουμε στην ρουτίνα και στην καθημερινότητα που μας κρατά
απασχολημένους με άλλα, μέχρι την επόμενη φορά…
Pages:
1
2
3
4
5
6